- ἁλύοντα
- ἀλύωto be deeply stirredpres part act neut nom/voc/acc plἀλύωto be deeply stirredpres part act masc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἀλύοντα — ἀλύω to be deeply stirred pres part act neut nom/voc/acc pl ἀλύω to be deeply stirred pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀλύοντ' — ἀλύοντα , ἀλύω to be deeply stirred pres part act neut nom/voc/acc pl ἀλύοντα , ἀλύω to be deeply stirred pres part act masc acc sg ἀλύοντι , ἀλύω to be deeply stirred pres part act masc/neut dat sg ἀλύοντι , ἀλύω to be deeply stirred pres ind… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειμέριος — α, ο / χειμέριος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και χειμέριος Α ο χειμερινός νεοελλ. φρ. α) «χειμέρια νάρκη» βιολ. κατάσταση μειωμένης μεταβολικής δραστηριότητας και χαμηλής θερμοκρασίας, που εμφανίζεται τον χειμώνα σε ορισμένα θηλαστικά και σε ένα… … Dictionary of Greek